- Ὠρανία
- Ὠρανίᾱ , Ὠρανίαthe moonfem nom/voc/acc dualὨρανίᾱ , Ὠρανίαthe moonfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ωρανία — ἡ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. Ουρανία … Dictionary of Greek
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek